- αμητήριον
- ἀμητήριον, το (Α) [ἀμῶ]εργαλείο θερισμού, δρεπάνι, κοσιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμητηρίων — ἀμητήριον sickle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… … Dictionary of Greek